- ἀπόμαγμα
- ἀπόμαγ-μα, ατος, τό,A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2.2 dirt washed off, S.Fr.34.II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόμαγμα — ἀπόμαγμα, το (Α) [απομάσσω] 1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος 2. απόρριμμα, ακαθαρσία 3. αποτύπωμα σφραγίδας … Dictionary of Greek
ἀπόμαγμα — anything used for wiping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγμασι — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγμασιν — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγματα — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθείωμα — τὸ, Α [περιθειώ] το απόμαγμα, ό,τι πετιέται μετά τον καθαρμό … Dictionary of Greek
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek
κἀπομαγμάτων — ἀπομαγμάτων , ἀπόμαγμα anything used for wiping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)